- χρειωδώς
- Αεπίρρ. βλ. χρειώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρειωδῶς — χρειώδης needful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρειώδης — ες / χρειώδης, ῶδες, ΝΑ [χρεία] χρήσιμος, αναγκαίος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek